- ὀνυρίζεται
- ὀνυρίζεται· ὀδύρεται, Hsch. (cf. ἐνυρήσεις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυρίζεται — ὀνυρίζεται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀδύρεται» … Dictionary of Greek